υαλοβερνίκωμα

υαλοβερνίκωμα
Το υαλώδες επίχρισμα των κεραμικών αντικειμένων, με το οποίο γίνονται υδατοστεγή. Το υ. είναι αραιός πολτός βορικοπυριτικών αλάτων, στο οποίο εμβαπτίζονται τα αντικείμενα που πρόκειται να υαλοβερνικωθούν. Ο πολτός αυτός εισχωρεί σε ελάχιστο βάθος και υαλοποιείται με την τήξη μέσα στον κεραμευτικό κλίβανο. Το υ. των κεραμευτικών προϊόντων είναι επιφανειακό, εκείνο της πορσελάνης όμως γίνεται σε όλο το βάθος της μάζας. Το υ. της σκληρής πορσελάνης γίνεται μετά το ψήσιμο και ακολουθεί η διακόσμηση. Εξαίρεση γίνεται για τη μαλακή πορσελάνη, οπότε διακόσμηση και υ. ψήνονται συγχρόνως με το αντικείμενο. Υ. γίνεται και στα μεταλλικά αντικείμενα, ιδίως οικιακής χρήσης. Το υ. ευτελών κεραμικών αντικειμένων, σωλήνων αποχέτευσης, πιθαριών κλπ., γίνεται και με μαγειρικό αλάτι, το οποίο ρίχνεται στο καμίνι την κατάλληλη στιγμή, ώστε τα αέρια που παράγονται να επιδράσουν στη θερμή επιφάνεια των αντικειμένων και να προκαλέσουν την τήξη και την εφυάλωση των πυριτικών αλάτων που περιέχονται στο αργίλιο. Με την επίδραση διάφορων αερίων που παράγονται την κατάλληλη στιγμή, δηλαδή κατά τη στιγμή της υαλοποίησης και του υ., επιτυγχάνονται μεταλλικές λάμψεις, οι οποίες απομιμούνται εκείνες που δημιουργούνται με το χρόνο πάνω στα γυάλινα αντικείμενα.
* * *
το, Ν
τεχνολ. υαλώδες επίχρισμα αντικειμένων από τερακότα, το οποίο τά καθιστά υδατοστεγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + βερνίκωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υαλοβερνίκωμα — το, ατος υαλοειδές επίχρισμα φαγεντιανών ή πήλινων σκευών, που τα κάνει υδατοστεγή, το υαλογάνωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλοβερνίκωση — η, Ν τεχνολ. επάλειψη πήλινων κυρίως αντικειμένων με υαλοβερνίκωμα προκειμένου να καταστούν υδατοστεγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + βερνικώνω] …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

  • υαλογάνωμα — το, ατος το υαλοβερνίκωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”